- ἀμεταμελήτως
- ἀμεταμελήτως adv. fr. ἀμεταμέλητος (s. prec.; Aesop, Fab. 40d, 7 Ch.; Themist., Or. 19 p. 281, 14) without feeling regret 1 Cl 58:2 (cp. IPriene 114, 8 [I B.C.]).
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀμεταμελήτως — ἀμεταμέλητος not to be repented of adverbial ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)